ξεκάρφωμα

ξεκάρφωμα
το
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαρφώνω, αφαίρεση τών καρφιών, ξήλωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεκάρφωμα — το, ατος αφαίρεση των καρφιών, βγάλσιμο πράγματος καρφωμένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκαθήλωση — Στη χριστιανική θρησκεία, Α. ονομάζεται η απόσπαση από τον σταυρό του μαρτυρίου του σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία. Ο Ιωσήφ μαζί με τον Νικόδημο κατέβασαν από τον σταυρό το σώμα, το άλειψαν με μύρα, το τύλιξαν σε …   Dictionary of Greek

  • αφήλωσις — ἀφήλωσις, η (Μ) [αφηλώ] το ξεκάρφωμα …   Dictionary of Greek

  • ξήλωμα — το [ξηλώνω] 1. άνοιγμα τών ραφών ενδύματος, κόψιμο τών ραφών, ξέραμμα 2. αφαίρεση τών καρφιών που συνδέουν δύο αντικείμενα, ξεκάρφωμα 3. διάλυση αντικειμένου στα τμήματα από τα οποία απαρτίζεται 4. το σημείο όπου κάτι έχει ξηλωθεί 5. διάλυση… …   Dictionary of Greek

  • αποκαθήλωση — η το ξεκάρφωμα, το κατέβασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”